- πάντευχος
- πάντευχοςarmed cap-à-piemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάντευχος — ον, ΜΑ καλά εξοπλισμένος, πάνοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τεῦχος «όπλο»] … Dictionary of Greek
πάντευχον — πάντευχος armed cap à pie masc/fem acc sg πάντευχος armed cap à pie neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεύχῳ — πάντευχος armed cap à pie masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παντευχία — ἡ, Α [πάντευχος] πλήρης εξοπλισμός, πανοπλία … Dictionary of Greek